- ορμήτειρα
- ὁρμήτειρα, ἡ (Α)βλ. ορμάστειρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορμάστειρα — ὁρμάστειρα και ὁρμήτειρα, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτή που παρακινεί για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὁρμάστειρα θα πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε ὁρμήτειρα (< ὁρμαίνω + επίθημα τειρα)] … Dictionary of Greek